νήφων

νήφων
I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ν.Β’. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Αυγούστου.
2. Επίσκοπος Κωνσταντιανής. Ασκήτεψε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε επίσκοπος Κωνσταντιανής, η οποία υπαγόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου.
3. Ν. ο όσιος, ο εν τω Άθω. Καταγόταν από τη Λουκόβη του Αργυρόκαστρου. Εκπαιδεύτηκε στη μονή Μεσοποτάμου και αργότερα στο Άγιον Όρος στη Μεγίστη Λαύρα. Διετέλεσε επίσης υποτακτικός του Μάξιμου του Καυσοκαλυβίτη και, τέλος, ασκήτεψε σ’ ένα σπήλαιο στα Καυσοκαλύβια. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Ιουνίου.
II
Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.
1. Ν. ο A’ (13ος – 14ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1310-14). Ανέλαβε καθήκοντα παρά τη μικρή μόρφωση και τις περιορισμένες ικανότητές του. Τελικά υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και να αποσυρθεί σε μοναστήρι.
2. Ν. ο B’ (15ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1486-89). Αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τα καθήκοντά του, το 1497 έγινε και πάλι πατριάρχης, αλλά και αυτή τη φορά - έναν χρόνο αργότερα - καθαιρέθηκε οριστικά.
* * *
νήφων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
1. νηφάλιος, ξεμέθυστος
2. μτφ. σοβαρός, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηφ- τού νήφω* + κατάλ. -ων (πρβλ. γνώμ-ων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νήφων — νήφω to be sober pres part act masc nom sg νήφων sober masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νήφων — Νῆφος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήφοσι — νήφων sober masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήφοσιν — νήφων sober masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήφω — (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω) 1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρες δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.) 2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος αρχ …   Dictionary of Greek

  • терезвый — трезвый , тверёзый – то же, трезвый (заимств. из цслав.), укр. тверезий, диал. терезвий, блр. церезвы, др. русск. терезвъ – то же (Вопр. Кирика; см. Шахматов, Очерк 151). тверезъ (Лютер. катех., 1562 г.; см. Соболевский, Лекции 145), ст. слав.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • трезвый — Заимств. из цслав., ср. ст. слав. трѣзвъ νήφων (Супр.). См. терёзвый …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Patriarch Nephon I of Constantinople — Nephon I (Greek: Νήφων) was the Ecumenical Patriarch of Constantinople from 1310 to 1314. From Veria, Greece, he was a lover of luxury and ill suited for the position.[1] During his time as patriarch the Arsenite schism was healed within the… …   Wikipedia

  • Patriarch Nephon II of Constantinople — Nephon II Ecumenical Patriarch of Constantinople Church Church of Constantinople In Office end 1486 – early 1488 summer 1497 – Aug 1498 spring 1502 Predecessor Symeon I Maximus IV Joachim I …   Wikipedia

  • невѣста — НЕВѢСТ|А (54), Ы с. 1. Будущая жена: ѹкраси ˫ако невѣстѹ Изб 1076, 35 об.; съдрьжати въ ѥстьствьѣмь [так!] чьртозѣ. акы до||брѹ хранимѹ невѣстѹ Там же, 96–96 об.; ˫ако же радѹѥтьсѧ [ж]енихъ о невѣстѣ. ЕвДобр 1164, 270 об. (запись); жениха и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”